χειροπόδαρα

χειροπόδαρα
καιχεροπόδαρα Ν
επίρρ. τόσο στα χέρια όσο και στα πόδια (α. «πιάστηκε χειροπόδαρα» β. «δεμένος χειροπόδαρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + ποδάρι + επιρρμ. κατάλ. -α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • συμπεδώ — άω, ΜΑ δένω χειροπόδαρα αρχ. μτφ. (για παγετό) παραλύω τα μέλη, καθιστώ την κίνηση αδύνατη («καὶ τὰ ὑποζύγια συνεπήδησεν ἡ χιών», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πεδῶ «δεσμεύω, δένω» (< πέδη)] …   Dictionary of Greek

  • συμποδίζω — ΜΑ 1. δένω μαζί τα πόδια κάποιου ώστε να μην μπορεί να περπατήσει εύκολα (α. «στίξας αὐτοὺς καὶ συμποδίσας», Αριστοφ. β. «αὐτοὶ συνεποδίσθησαν και ἔπεσαν», ΠΔ) 2. δένω χειροπόδαρα, δένω τα χέρια και τα πόδια κάποιου («τὸν Ἀρδιαῑον συμποδίσαντες… …   Dictionary of Greek

  • συμποδιστής — ὁ, Μ [συμποδίζω] αυτός που συμποδίζει, που δένει χειροπόδαρα κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • χεροπόδαρα — Ν επίρρ. βλ. χειροπόδαρα …   Dictionary of Greek

  • Άγαβος — Προφήτης που έζησε στα χρόνια των Αποστόλων, ίσως ένας από τους 72 μαθητές του Χριστού. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στην Αντιόχεια. Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρονται δύο προφητείες του, μία για την πείνα που επικράτησε στα χρόνια του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”